Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

«Οικονομική κρίση και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες: Το παράδειγμα των τσιγγάνων στη Δυτική Αττική». ομιλία του Δημήτρη Μπουρίκου*



 4ο Πανελλήνιο Διεπιστημονικό Συνέδριο Ειδικών Ψυχιατρικών Νοσοκομείων & 2ο Πανελλήνιο Ολιστικής Αντιμετώπισης της Σοβαρής Ψυχικής Διαταραχής 3-6 Δεκεμβρίου 2015, Αθήνα.






Η κρίση προσεγγίζεται μέσω συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών δεικτών. Έτσι, η οικονομική διάσταση προσεγγίζεται κυρίως μέσω της ύφεσης, του ρυθμού μείωσης του ΑΕΠ, τη μείωση των επενδύσεων, της αύξησης της ανεργίας, της αύξησης των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και με άλλους σχετικούς δείκτες.
Η κοινωνική διάσταση προσεγγίζεται μέσω της αύξησης των νοικοκυριών που διαβιούν σε συνθήκες φτώχειας ή/και κοινωνικού αποκλεισμού, τα ποσοστά του πληθυσμού που αντιμετωπίζουν υλική στέρηση με επιμέρους στοιχεία για τους πληθυσμούς, συνήθως ανά φύλο και ηλικιακή κατηγορία. Επίσης, η κοινωνική διάσταση προσεγγίζεται με χρήση δεικτών κοινωνικής συνοχής που επεξεργάζονται και δημοσιεύουν διεθνείς οργανισμοί και ερευνητικά ιδρύματα, με πιο χαρακτηριστική την περίπτωση του ΟΟΣΑ.

Τα συγκριτικά στοιχεία για την Ελλάδα, και στο πεδίο των κοινωνικών δεικτών, είναι αποκαλυπτικά για τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν από το 2009/2010 στη χώρα.
Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή/και κοινωνικό αποκλεισμό αυξήθηκε από 3 εκατ. περίπου ανθρώπους το 2009, ποσοστό 27,6% του πληθυσμού,  στους 3,9 εκατ. ανθρώπους το 2013/2014, ποσοστό 36% του πληθυσμού (ΕΛΣΤΑΤ, 2015, Φτώχεια:  Πίνακας 6). Εάν δε δούμε την εξέλιξη του δείκτη κινδύνου φτώχειας με σταθερό το κατώφλι της φτώχειας (έτος αναφοράς το 2005), τότε ο εν λόγω δείκτης παρουσιάζει αύξηση από το 16,4% το 2009/2010 στο 42,7% το 2014! (Φτώχεια: ΕΛΣΤΑΤ, 2015, Πίνακας 7).
Ο πληθυσμός που διαβιεί σε νοικοκυριά με πολύ χαμηλή ένταση απασχόλησης (απασχόληση κάτω του 20% της συνήθους απασχόλησης κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους) αυξήθηκε από τους 539.000 ανθρώπους, ποσοστό 6,5% το 2009, στους 1,16 εκατ. ανθρώπους, ποσοστό 19,4% το 2013/2014 (Φτώχεια: ΕΛΣΤΑΤ, 2015, Πίνακας 6).
Ο πληθυσμός που αντιμετωπίζει υλική στέρηση (στέρηση τουλάχιστον τριών αγαθών από κατάλογο εννέα αγαθών), αυξήθηκε από το 23% το 2009 στο 39,5% το 2014 (Φτώχεια: ΕΛΣΤΑΤ, Πίνακας 8).
Η Ελλάδα είναι πλέον- με βάση τον δείκτη κινδύνου φτώχειας ή/και κοινωνικού αποκλεισμού- η τρίτη πιο φτωχή χώρα στην ΕΕ28 με ποσοστό 36% το 2015, μετά τη Ρουμανία (40,2% το 2014) και τη Βουλγαρία (40,1% το 2014)(ΕΛΣΤΑΤ, 2015, Φτώχεια: Πίνακας 11).
Το ποσοστό των ατόμων με ανάγκες ιατρικής εξέτασης ή θεραπείας που δεν ικανοποιήθηκαν για διάφορους λόγους (οικονομική δυνατότητα, λίστες αναμονής, μεγάλη απόσταση κ.ά.) αυξήθηκε από το 4,1% το 2009 στο 12,7% το 2014 με τα φτωχότερα 2/5  του πληθυσμού να αντιμετωπίζουν ποσοστό μη κάλυψης των ιατρικών αναγκών τους σε ποσοστό 18,3% το 2014 έναντι 7% περίπου το 2009 (ΕΛΣΤΑΤ, 2015, Υγεία: Πίνακας 2).
Η φτώχεια χτυπά σχεδόν το ίδιο άνδρες και γυναίκες, πολύ λιγότερο τους ηλικιωμένους (λόγω θετικές επίδρασης συντάξεων σε μείωση φτώχειας), λιγότερο τους εργαζόμενους (αν και αυξάνεται και σε αυτή την κατηγορία- φτωχοί εργαζόμενοι), λιγότερο όσους έχουν ιδιόκτητη κατοικία, πολύ περισσότερο τους αλλοδαπούς, περισσότερο τα μονογονεϊκά (ένα εξαρτώμενο παιδί) και τα πολυμελή νοικοκυριά (τρία ή περισσότερα παιδιά), περισσότερο τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση.
Το 78,7% των φτωχών νοικοκυριών έναντι του 33,5% των μη φτωχών έχει δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή ενοικίου ή δόσης δανείου κύριας κατοικίας (2014), το 65,3 των φτωχών νοικοκυριών έναντι του 29,3% των μη φτωχών έχει δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών (2014) και το 75,7% 3 των φτωχών νοικοκυριών έναντι του 43,1% των μη φτωχών έχει δυσκολία ανταπόκρισης στην πληρωμή δόσεων καρτών ή καταναλωτικών δανείων (2014).
Στο πεδίο της κοινωνικής συνοχής, η προσέγγιση στηρίζεται σε δείκτες, όπως η ικανοποίηση από τη ζωή, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, η προσφορά βοήθειας σε άλλους, η ανοχή και η αίσθηση εγκληματικότητας και ανασφάλειας (OECD, Society at a Glance, 2014).
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τους δείκτες κοινωνικής συνοχής την περίοδο 2007-2012, καταγράφεται μια ισχυρή αρνητική εξέλιξη στην Ελλάδα (δηλαδή οι τιμές των δεικτών μειώνονται σημαντικά) που δεν συμβαδίζει πάντα με την εξέλιξη των σχετικών δεικτών σε άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν επίσης σημαντικές οικονομικές κρίσεις, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Η παρατηρούμενη υποβάθμιση εν τέλει της ποιότητας ζωής των Ελλήνων, όπως αποτυπώνεται στους ποικίλους κοινωνικούς δείκτες φτώχειας και αποστέρησης αλλά και στους δείκτες κοινωνικής συνοχής, σηματοδοτούν ένα εξαιρετικά δυσχερές κοινωνικό περιβάλλον,  όπου η φτώχεια και η αποστέρηση ενδυναμώνει τη διάσπαση της κοινωνικής συνοχής με εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για τους πλέον ευάλωτους πληθυσμούς, όπως οι περιθωριοποιημένες κοινότητες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης ανοχής/ ανεκτικότητας του ελληνικού πληθυσμού έναντι των μειονοτικών πληθυσμών γνώρισε την περίοδο 2007-2012 τη μεγαλύτερη σχετική μείωση (σχεδόν 30%) στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ με την Ελλάδα να καταλαμβάνει τη χαμηλότερη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών του ΟΟΣΑ. Επίσης, τη χειρότερη θέση καταλαμβάνει η Ελλάδα και με βάση το δείκτη «εγκληματικότητας και ασφάλειας», γνωρίζοντας επίσης τη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση την περίοδο 2007-2012 στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ.

Μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον, οι περιθωριοποιημένες κοινότητες (όπως οι τσιγγάνοι) διαβιούν σε μεγάλο βαθμό σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης. Η τραγική μείωση των δαπανών κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (οι πραγματικές κοινωνικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 17,6% την περίοδο 2007/2008-2012/2013 ως ποσοστό του ΑΕΠ)  έπληξε δυσανάλογα τις περιθωριοποιημένες κοινότητες (σημαντικό μέρος των οποίων ήταν λήπτες προνοιακών επιδομάτων) και την ίδια στιγμή ρυθμιστικές παρεμβάσεις, όπως η απαγόρευση του πλανόδιου εμπορίου σε δημοτικές ενότητες με πληθυσμό άνω των 3000 κατοίκων, τους έβγαλε στην παρανομία και το φαύλο κύκλο της παραβατικότητας.
Η συνολική φτωχοποίηση του ελληνικού πληθυσμού σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής, οδήγησε σε έντονες διαπολιτισμικές συγκρούσεις για τις πενιχρές κοινωνικές παροχές και τα ελάχιστα κοινωνικά προγράμματα. Με «δέος» αναφέρουν σε τοπικά δημοσιεύματα πολιτικά στελέχη, υπηρεσιακά στελέχη και πολίτες ότι δεν αντέχουν να βλέπουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας να είναι ωφελούμενος ο τσιγγάνος και όχι ο γείτονάς τους. Κοινωνικός, θεσμικός και πολιτικός ρατσισμός ενισχύονται και αποτελούν το όχημα αποκλεισμού μελών των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων από πρόσβαση σε δημόσια κοινωνικά προγράμματα και υπηρεσίες.
Την ίδια στιγμή, οι ίδιοι οι τσιγγάνοι στη Δυτική Αττική (σε έναν πληθυσμό 160.000 κατοίκων, στη Δυτική Αττική κατοικούν περίπου 30.000 τσιγγάνοι)  αναφέρουν ότι στο πλαίσιο της κρίσης ή εξαιτίας της κρίσης έχει αυξηθεί ο ρατσισμός, η βία, η περιθωριοποίηση,  η παραβατικότητα και η βαριά εγκληματικότητα και καταγράφουν οπισθοχωρήσεις σε πεδία, όπως η σχολική ένταξη και επίδοση/ παραμονή στο σχολείο, η αξιοπρεπής επαγγελματική επιβίωση μέσω της συλλογής ανακυκλώσιμων υλικών, γυρολογικού εμπορίου και δραστηριοτήτων στην παροχή υπηρεσιών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει εκπρόσωπος συλλόγου των τσιγγάνων στη Δυτική Αττική, μετά από πολλά χρόνια, παρατηρείται σημαντική τάση εγκατάλειψης οικιών από νοικοκυριά τσιγγάνων και επιστροφή τους σε αμιγείς ή μικτούς καταυλισμούς με διαμονή σε παράγκες.
Επίσης, η ολοένα και εντεινόμενη φτωχοποίηση του πληθυσμού στη χώρα αυξάνει τον ανταγωνισμό των κοινωνικών ομάδων για πρόσβαση στα δημόσια αγαθά (πχ., σχολεία, πρόνοια) που την ίδια περίοδο βαίνουν μειούμενα με αποτέλεσμα την έξαρση διαπολιτισμικών συγκρούσεων, ιδιαίτερα σε χωρικές ενότητες με έντονη συγκέντρωση τσιγγάνων και φτωχοποιημένων κοινωνικών ομάδων/ περιθωριοποιημένων κοινοτήτων.

Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη έρευνα/μελέτη για την κοινωνική κατάσταση των τσιγγάνων στην Ελλάδα του 2015 ή τις επιπτώσεις της κρίσης στην καθημερινή ζωή τους και την πρόσβαση σε βασικά κοινωνικά αγαθά, χαρακτηριστικό και αυτό τόσο της έλλειψης πολιτικού ενδιαφέροντος (παρά την ύπαρξη σχετικών χρηματοδοτήσεων) όσο και της αδυναμίας της οργανωμένης κοινωνίας των τσιγγάνων (σύλλογοι, οργανώσεις) να διεκδικήσουν, να εκφραστούν και να ακουστούν (στοιχείο άλλωστε της περιθωριοποίησής τους).  Συνήθως, οι υγειονομικές μελέτες που περιλαμβάνουν στοιχεία ή εστιάζουν στους τσιγγάνους, αφορούν μεταδοτικές ασθένειες και έρχονται να καλύψουν την ανάγκη των άλλων να προστατευθούν έναντι των επικίνδυνων τσιγγάνων («ο φόβος της μόλυνσης»).
 Πολύ δε περισσότερο, δεν υπάρχει καμία σχετική έρευνα για τις επιπτώσεις της κρίσης στη ψυχική υγεία των τσιγγάνων και την πρόσβασή τους σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Ωστόσο, η υποβάθμιση όλων των κοινωνικών προσδιοριστών της ψυχικής υγείας στην περίπτωσή τους, μας επισημαίνουν ότι αναμένεται ισχυρό πλήγμα στη ψυχική υγεία που θα εντείνει το φαύλο κύκλο περιθωριοποίησής τους. Οι διακρίσεις και ο στιγματισμός αποτελούν, επίσης, κοινωνικούς προσδιοριστές της ποιότητας ζωής και της ψυχικής υγείας των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων που ενισχύουν την εσωστρέφεια και τη γκετοποίηση.
Εάν λάβει κανείς υπόψη ότι οι τσιγγάνοι κατοικούν κοντά σε περιοχές υψηλής περιβαλλοντικής και υγειονομικής επικινδυνότητας, ιδιαίτερα στη Δυτική Αττική, αντιλαμβάνεται ότι η επίπτωση της κρίσης και του ανταγωνισμού για δημόσιους πόρους, τους καθιστά εξαιρετικά ευάλωτους από άποψη υγείας, την ίδια στιγμή που η κρίση οδηγεί σε αποκλεισμούς/ μη πρόσβαση σε μια ευρεία γκάμα υγειονομικών παροχών και υπηρεσιών.
Σχετικές έρευνες σε χώρες της ΕΕ σε περιοχές διαβίωσης τσιγγάνων, καταγράφουν το 2011 πολύ υψηλά ποσοστά νέων τσιγγάνων που είναι εκτεθειμένοι/ ευάλωτοι/ευηπερέαστοι στα ναρκωτικά με προβλήματα συμπεριφοράς ή εμπλοκής με την ποινική δικαιοσύνη (55%!), ένα ποσοστό 30% παιδιών τσιγγάνων με προβλήματα υγείας, ενώ καταγράφεται αορατότητα των τσιγγάνων στο σύστημα ψυχικής υγείας!
Επίσης, έρευνες σε χώρες της ΕΕ δείχνουν μια αύξηση των φαινομένων μη πρόσβασης ασθενοφορών σε περιοχές διαβίωσης των τσιγγάνων, μη πρόσβαση σε κοινωνικά προγράμματα και προγράμματα υγειονομικής κάλυψης των νέων φτωχών, την ένταση του διαχωρισμού εντός των υγειονομικών μονάδων μεταξύ τσιγγάνων και λοιπών, και την αύξηση των φαινομένων παραμέλησης/ αδιαφορίας έναντι των τσιγγάνων ασθενών και συγγενών/φροντιστών τους κατά την παραμονή στο νοσοκομείο. Το φαινόμενο της μη πρόσβασης ασθενοφόρων σε περιοχές συγκέντρωσης τσιγγάνων παρατηρείται τα τελευταία 2 χρόνια και σε περιοχές της Δυτικής Αττικής, όπως το Ζεφύρι.
Σύμφωνα με ευρήματα ευρωπαϊκής έρευνας το 2009 για την υγεία και τις κοινότητες των Ρομά στην Ευρώπη, το 20,5% των ενηλίκων τσιγγάνων στην Ελλάδα σε ανάγκη υγειονομικής περίθαλψης δεν καταφέρνει να έχει πρόσβαση, το υψηλότερο ποσοστό συγκριτικά με χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία και η Ισπανία. Εάν αναλογιστούμε ότι το ποσοστό των Ελλήνων που ανήκουν στα φτωχότερα 2/5 που δεν καλύπτονται οι υγειονομικές ανάγκες του αυξήθηκε κατά 161% την περίοδο 2009-2014 (ΕΛΣΤΑΤ, 2015), η εφαρμογή όμοιας επιβάρυνσης στους τσιγγάνους της χώρας μας δίνει ένα ποσοστό 52,2% που δεν καταφέρνει να έχει πρόσβαση σε υγειονομικές υπηρεσίες.
Συνολικά, οι μορφές/ περιπτώσεις διακρίσεων εις βάρος των τσιγγάνων στο πεδίο της παροχής υγειονομικών υπηρεσιών που αναφέρονται σε έκθεση του Ευρωπαϊκού Κέντρου για τα Δικαιώματα των Ρομά (2006), αφορούν τα ακόλουθα:
  • Άρνηση παροχής πρώτων βοηθειών/ προσέγγισης ασθενοφόρου,
  • Άρνηση εξυπηρέτησης τσιγγάνων ασθενών,
  • Απόσπαση χρημάτων από τσιγγάνους ασθενείς,
  • Διαχωρισμός τσιγγάνων στα νοσοκομεία,
  • Απουσία ιατρών κατά την παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε γυναίκες τσιγγάνες (πχ. παρουσία φοιτητών ή μόνο νοσηλευτών),
  • Λεκτική βία και απαξιωτική συμπεριφορά εις βάρος τσιγγάνων ασθενών,
  • Στάση έναντι επισκεπτών τσιγγάνων, και
  • Παραμέληση των αναγκών των τσιγγάνων ασθενών λόγω γλωσσικών εμποδίων.
Όλες οι περιπτώσεις αυτές και τα όποια ευρήματα ερευνών ειδικά για την Ελλάδα, καθιστούν αναγκαία την ανάληψη δράσης για τον πολιτικό, κοινωνικό και χωροταξικό απεγκλωβισμό των κοινοτήτων Ρομά στη χώρα, ιδιαίτερα στην Αττική και ιδιαίτερα στη Δυτική Αττική τόσο ως ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ως ζήτημα βελτίωσης της ποιότητας συνολικά των ευρύτερων τοπικών κοινωνιών στις οποίες διαβιούν οι τσιγγάνοι. Προς τούτο, προτείνεται η πολιτική ενδυνάμωσή τους, η αντιρατσιστική δράση, οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις για την εξασφάλιση νόμιμης απασχόλησης, η θέσπιση και ενίσχυση του θεσμού των τσιγγάνων διαμεσολαβητών και η ενίσχυση όλων εκείνων των δομών που έχουν μέχρι σήμερα παρουσία στις κοινότητες των τσιγγάνων και έχουν κατακτήσει την εμπιστοσύνη τους (ιατροκοινωνικά κέντρα/ κέντρα στήριξης των Ρομά).
Επιτρέψτε μου να κλείσω με την εξής επισήμανση. Τόσο στον πολιτικό διάλογο για αυτά τα θέματα όσο και σε ένα τμήμα της σχετικής επιστημονικής συζήτησης, η όποια κατάσταση- κοινωνική, εκπαιδευτική, υγειονομική- των τσιγγάνων συνδέεται με την ιδιότητα της λεγόμενης «νομαδικότητας» των τσιγγάνων. Πρόκειται περί μύθου, μύθου που προσφέρει άλλοθι για τον πολιτικό, κοινωνικο-οικονομικό ή και χωροταξικό αποκλεισμό των τσιγγάνων και αποτυπώνεται μάλιστα ως μεταβλητή εξήγησης για την ποιότητα ζωής και την υγειονομική φροντίδα που ΔΕΝ απολαμβάνουν οι τσιγγάνοι στη χώρα.
Η πραγματικότητα είναι – έτσι όπως έχει αποτυπωθεί σε ποικιλία κοινωνικών ερευνών και απογραφών τσιγγάνων στην Ελλάδα- ότι υπάρχει μια πολύ ισχυρή τάση εδραιοποίησης,  με το 90% των τσιγγάνων (στοιχεία 2009) να είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στις περιοχές διαβίωσής τους. Επομένως, η νομαδικότητα δεν υφίσταται, πόσο μάλλον ως έκφραση της ιδιαίτερης κουλτούρας ή πολιτισμικής στάσης.
Καταληκτικά, μπορούμε να πούμε ότι η μελέτη της κρίσης και των επιπτώσεών της στις πλέον αδύναμες κοινωνικές ομάδες και τις περιθωριοποιημένες κοινότητες δύναται να καταδείξει τη σημασία και τη βαρύτητα των πολιτικών αποφάσεων για την άσκηση δημόσιων πολιτικών μετριασμού ή αντιστάθμισης των επιπτώσεων και προστασίας, μπορεί όμως να καταδείξει και τη χρήση αποδιοπομπαίων τράγων για σαφείς πολιτικές επιλογές μεταφοράς του κόστους δημοσιονομικής προσαρμογής σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες.
Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη των περιθωριοποιημένων κοινοτήτων έχουν περιορισμένη δυνατότητα και ελάχιστες ευκαιρίες να διατυπώσουν και να εκφράσουν την δική τους εμπειρία για την κρίση. Η έρευνα μπορεί να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλοντας έτσι και στο μετριασμό προκαταλήψεων αλλά και στην υιοθέτηση μιας πιο δίκαιης και ολιστικής ματιάς στα κοινωνικά φαινόμενα…
 Ο Δημήτρης Μπουρίκος είναι 
Κοινωνικός Λειτουργός- Πολιτικός Επιστήμονας
Επιστημονικός Συνεργάτης Παρατηρητηρίου για την Κρίση
Γραφείο Αντιπεριφερειάρχη Δυτικής Αττικής


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου